Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти

  • 1 найти

    найду, найдёшь, παρλθ. χρ. нашёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. найденный, βρ: -ден, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βρίσκω•

    найти клад βρίσκω θησαυρό•

    верное решение βρίσκω σωστή λύση•

    найти оправдание βρίσκω δικαιολογία•

    найти убежище βρίσκω καταφύγιο•

    его дома не нашли δεν τον βρήκαν στο σπίτι•

    найти удовольствие в чём-н. βρίσκω ευχαρίστηση σε κάτι•

    найти поддержку и уте-шние βρίσκω υποστήριξη και παρηγοριά.

    || ανακαλύπτω• επινοώ. || ανεβρίσκο, ξαναβρίσκω•

    наконец нашёл ключ επιτέλους βρήκα το κλειδί.

    2. θεωρώ, κρίνω•

    я нашёл его правым εγώ βρήκα ότι αυτός έχει δίκαιο найти кого-л. красивым βρίσκω κάποιον ότι είναι όμορφος•

    доктор нашл его здоровым ο γιατρός τον βρήκε υγιή.

    || κάνω εντύπωση, φαίνομαι•

    а как вы нашли его дочь? πως σας φάνηκε η θυγατέρα του; || παλ. καλοπιάνω, περιποιούμαι πετυχαίνω.

    εκφρ.
    найти себи – έχω επίγνωση του εαυτού μου, της κλίσης μου•
    найти смерть (могилу, конец) – βρίσκω το θάνατο, το τέλος.
    1. βρίσκομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. потерянная книга -шлись το χαμένο βιβλίο βρέθηκε.
    2. είμαι, υπάρχω, έχω•

    не -тся ли у вас карандаша? δε σας βρίσκεται ένα μολύβι;•

    -тся, что делать θα βρεθεί τι να κάνω, θα βρεθεί δουλειά να κάνω.

    3. βρίσκω τρόπο, τα καταφέρω. || αντιλαμβάνομαι αμέσως.
    найду, найдшь, παρλθ. χρ. нашёл, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. нашедший
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, πέφτω επάνω•

    найти на пень προσκρούω στο κούτσουρο•

    параход -шёл на мель το ατμόπλοιο εξόκειλε.

    2. συναντώ απρόοπτα, τρακάρω, πέφτω επάνω.
    3. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -шла на солнце σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    4. (επ)έρχομαι, αρχίζω.
    5. κατέχομαι, κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι, με πιάνει•

    -шла тоска μ' έπιασε θλίψη•

    -шёл испуг μ έπιασε φόβος•

    на него -шли припадки τον έπιασαν παροξυσμοί.

    6. συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι, συναθροίζομαι, έρχομαι ομαδικά εισρέω•

    -ло много народу μαζεύτηκε πολύς κόσμος•

    к нам -шли гости μας ήρθαν μουσαφιρέοι•

    в лодку -шло много воды στη βάρκα μπήκε (εισέρευσε) πολύ νερό•

    дым -шёл в комнату καπνός μπήκε στο δωμάτιο•

    -шло в комнату дыму μπήκε στο δωμάτιο καπνός.

    || επιπίπτω, επέρχομαι, ενσκήπτω•

    -шёл шквал ενέσκηψε λαίλαπας.

    || υψώνομαι, σηκώνομαι•

    -шёл туман σηκώθηκε ομίχλη•

    -шли тучи σηκώθηκαν σύννεφα.

    Большой русско-греческий словарь > найти

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»